Ο ΧΡΟΝΟΣ
Όλα έγιναν ένα απόγευμα σιωπηλό και χρυσοκόκκινο την ώρα που όλοι
κοιτάνε τον ήλιο να χάνεται και τα παιδιά μαζεύονται κοντά στη μάννα
τους να δουν το θαύμα ..
Τον χρόνο να κυλάει στα απέναντι βουνά με τον ήλιο ωροδείχτη..
Οι παππούδες έκαναν τον σταυρό τους , οι άντρες αγκάλιαζαν τις γυναίκες τους
οι
πολεμιστές άφηναν κάτω τα σπαθιά τους και ο αόρατος κόσμος της νύχτας
ξυπνούσε για να πιάσει βάρδια μακριά απ τους ανθρώπους , αλλά και τόσο
κοντά τους
Μια πανάρχαια ιστορία έλεγε πως αν χαθεί αυτός το
πλήθος της νύχτας θα χαθεί και ο κόσμος όλος .. Θα βουλιάξει ο ήχος θα
ξεβάψει το χρώμα και όλα θα πέσουν σε έναν αιώνιο ύπνο..
Λίγοι την είχαν διαβάσει αυτή την ιστορία ..μόνο από στόμα σε στόμα έφτασε ως τις μέρες μας..
Η
αλήθεια είναι πως δεν την πίστευαν όλοι.. Χαμογελούσαν με κατανόηση
όμως και σεβασμό στην ανθρώπινη φύση που πάντα κάτι έβρισκε για να
κρατηθεί όρθια αφού όλοι ξέρανε πως κανείς τους δεν ζει μόνο με φαΐ και
νερό..
Μια δυο φορές που κάποιος είπε πως αυτό ..ναι ..είναι
δυνατόν..αφού τα ζώα είναι ικανά να ζήσουν έτσι γιατί όχι και ο
άνθρωπος?αμέσως τον απομόνωσαν γνωρίζοντας πως και τα πλάσματα της
νύχτας είχαν τις δικές τους ιστορίες..Ιστορίες με ήρωες τους ανθρώπους
...τον ήλιο..τα χρώματα..
Ο χρόνος δεν ήταν καθόλου φίλος τους , κι ας τον κοίταζαν με δέος να φεύγει κάθε απόγευμα..
Ήξεραν πως ήταν ένας αόρατος εχθρός αλλά και ένας μεγάλος δάσκαλος..
Ένας
δάσκαλος που παίδευε τους μαθητές του δίνοντάς τους με το σταγονόμετρο
τις αλήθειες.. Κι όταν πια αυτοί μάθαιναν , ήταν αργά για να εφαρμόσουν
ότι έμαθαν..
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι εκείνο το απόγευμα όταν ακούστηκε ανάμεσά μας μια δυνατή φωνή..
- Θα σταματήσω τον χρόνο..
Παγώσαμε
όλοι... Κοιταζόμασταν χωρίς να μιλάμε..Στο νου μας φούντωσε η παλιά
ιστορία.. Αν γινόταν αυτό , τα πλάσματα της νύχτας ήταν καταδικασμένα να
χαθούν...και στην συνέχεια εμείς..Ψιθύριζαν οι μισοί..
Ναι ..αλλά άμα σταματήσει ο χρόνος θα ζήσουμε μια ζωή χωρίς κακές εμπειρίες .
Ναι ..ναι φώναζαν οι περισσότεροι.. Θα φτιάξουμε μόνοι μας τις δικές μας εμπειρίες όπως τις θέλουμε εμείς..
Αυτός που είχε φωνάξει μπήκε πρώτος και όλοι ξεκίνησαν για τον πύργο της κόρης του Χρόνου..
Από μακριά ακουγόταν τα τίκ τακ των γραναζιών του πύργου μα κανένας δεν ήξερε τι γινόταν μέσα
Ο
αρχηγός σαν έφτασαν τους έκανε νόημα να κρυφτούν και ανέβηκε στην
κορυφή του Πύργου όπου μέσα σε ένα δώμα χόρευε μια μικρή μπαλαρίνα πάνω σε έναν μεγάλο μεταλλικό δίσκο με γρανάζια
κι όσο χόρευε τόσο γύριζαν τα γρανάζια
και όσο γύριζαν τα γρανάζια τόσο κινούσαν έναν ολόκληρο μηχανισμό και όσο δούλευε ο μηχανισμός τόσο κυλούσε ο χρόνος,
κι όσο κυλούσε ο χρόνος τόσο γινότανε σοφή η καρδιά των ανθρώπων
κι όσο γινότανε σοφή η καρδιά τόσο μεγάλωνε το Σύμπαν..
To μονότονο τικ τακ σταμάτησε για λίγο..
-
Ποιος είσαι ..και τι γυρεύεις εδώ? απόρησε η χορεύτρια και έκανε μερικά
χορευτικά βήματα μην τυχόν σταματήσει ολότελα ο χρόνος..
- Σε είδα μόνη της απάντησε ο αρχηγός και είπα να σου κάνω παρέα..
- Τικ τακ ...Τικ τακ ...Τίκ τακ...
- Τα μυστικά μονοπάτια του Χρόνου θέλω να μου δείξεις...
- Τικ τάκ..Τίκ τάκ..Τίκ τακ...
- Ζητάω την βοήθειά σου..! Δεν μ ακούς?
Αμέσως σταμάτησε ο χορός μαζί και το τικ τάκ...
Έξω
το πλήθος 'αρχισε να δυσανασχετεί.. να κουράζεται ,,και να κρυώνει
καθώς για μια στιγμή χάθηκε ο ήλιος και μια ψύχρα έπεσε δείχνοντας πως
θα πιάσει "καιρός" ίσως και βροχή..
- Δεν δίνω την βοήθειά μου σε κανέναν..Τικ τακ..τίκ τάκ.. τίκ τακ..τικ τάκ..
- Λοιπόν...θα σου πω την αλήθεια.. Κοίτα σε παρακαλώ για λίγο έξω.. Έχεις κοιτάξει ποτέ?? Ξέρεις πως είναι ο κόσμος μου??
Η κόρη του Χρόνου μην σταματώντας να χορεύει σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε έξω..
Θαμπώθηκε!! Ο ήλιος είχε ξαναβγεί.. Τα χρώματα των λουλουδιών στραφτάλιζαν..
οι γυναίκες περιμένοντας κεντούσαν τραγουδώντας , τα παιδιά μην ξέροντας τί περιμένουν το είχαν ρίξει στο παιχνίδι...
- Όμορφος ο κόσμος σου..Τικ τακ..Τίκ τάκ...τίκ τάκ..
- Ε ! ...αυτόν τον κόσμο δεν θα τον ζήσω ..της είπε το αρχηγόπουλο..πιάνοντας της το χέρι..Δεν έχω χρόνο.....
Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις ..σταματώντας τον..
Αυτά της είπε και εξαφανίστηκε..Γύρισε στο τσούρμο του γνωρίζοντας ότι τα λόγια του είχαν πιάσει τόπο..
Τικ τακ.. τικ τακ ..τικ τάκ Η μπαλαρίνα χάιδεψε και φίλησε το χέρι της στο σημείο που το είχε ακουμπήσει εκείνος
Σταμάτησε τον χορό και ώ του θαύματος το τίκ τάκ δεν σταμάτησε!! Αντίθετα έγινε πιο δυνατό !!
Έτρεξε γρήγορα να βρει τον αγαπημένο της
χαρούμενη αλλά και ήσυχη που κάποια μαγική δύναμη θα κινούσε τον Χρόνο αντί γι αυτήν
Όσο όμως κατέβαινε τα σκαλιά του πύργου τόσο ο κόσμος σκοτείνιαζε...
κι
όταν βγήκε έξω οι άνθρωπο είχαν χαθεί ..τα μπαλόνια των παιδιών
είχαν σταθεί μετέωρα στον αέρα.. και όλη η φύση είχε χάσει το χρώμα
της.. και κρύοοο...
Γύρισε σιγά σιγά με τρόμο να κοιτάξει το ρολόι..
Είχε σταματήσει !!!
Και το τίκ τάκ που την ξεγέλασε ήταν ο χτύπος της καρδιάς της ..
. Και ο χρόνος είχε παγώσει..Όπως και ο κόσμος...
( απ το βιβλίο : Πειράματα και ανήθικες ηθικές )